οἰνοφόρου

οἰνοφόρου
οἰνοφόρον
holding wine
neut gen sg
οἰνοφόρος
holding wine
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρήσλινγκ — το, Ν (γεωπ·) ποικιλία τής ευρωπαϊκής οινοφόρου αμπέλου από τη Ρηνανία, οι καρποί τής οποίας χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τού ομώνυμου κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Riesling] …   Dictionary of Greek

  • ραζακί — και ροζακί, το, Ν (γεωπ.) ποικιλία τής ευρωπαϊκής οινοφόρου αμπέλου, οι καρποί τής οποίας προορίζονται για επιτραπέζια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ραζακί < τουρκ. razaki ενώ ο τ. ροζακί από τον πληθ. ροζακιά < λατ. rosacea (< rosa «ρόδο»)] …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ακροκόμη — (acrocoma). Γένος φυτών της οικογένειας των φοινικιδών με 10 είδη. Είναι φυτό της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής, που φτάνει σε ύψος από 4 έως 30 μ., με αγκαθωτό στέλεχος. Τα φύλλα του έχουν σχήμα φτερού. Το μήκος τους φτάνει έως τα 5 μ. ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”